τιμή

τιμή
τιμή, ῆς, ἡ (s. τιμάω; Hom.+; loanw. in rabb.).
the amount at which someth. is valued, price, value (s. ApcMos 18 νόησον τὴν τιμήν τοῦ ξύλου Eden’s tree) esp. selling price (Hdt. et al.; O. Wilck II, 318, 3; POxy 1382, 18 [II A.D.]) συνεψήφισαν τὰς τιμὰς αὐτῶν (s. συμψηφίζω) Ac 19:19. Also concrete the price received in selling someth. 5:2. W. the gen. of that for which the price is paid (Is 55:1; Jos., Vi. 153, Ant. 4, 284; TestZeb 3:2) ἡ τιμὴ τοῦ χωρίου the price paid for the piece of ground vs. 3. ἡ τιμὴ τοῦ τετιμημένου (τιμάω 1) Mt 27:9. τιμὴ αἵματος the money paid for a bloody deed (αἷμα 2a), blood money vs. 6. Pl. (Diod S 5, 71, 3; 6=prize, price, reward) τὰς τιμὰς τῶν πιπρασκομένων Ac 4:34. τὰς τιμὰς αὐτῶν the prices that they received for themselves 1 Cl 55:2.—W. the gen. of price ᾧ (by attr. of the rel. for ὅ) ὠνήσατο Ἀβραὰμ τιμῆς ἀργυρίου which Abraham had bought for a sum of silver Ac 7:16. Abs. τιμῆς at or for a price, for cash (Hdt. 7, 119; PTebt 5, 185; 194; 220 [118 B.C.]; BGU 1002, 13 δέδωκά σοι αὐτὰ τιμῆς.—B-D-F §179, 1; Rob. 510f; Dssm., LO 275f [LAE 323f]) ἠγοράσθητε τιμῆς 1 Cor 6:20; 7:23 (ἀγοράζω 2).—οὐκ ἐν τιμῇ τινι Col 2:23 may be a Latinism (cp. Ovid, Fasti 5, 316 nec in pretio fertilis hortus; Livy 39, 6, 9; Seneca, Ep. 75, 11. See Lohmeyer ad loc.) are of no value (NRSV). See also s.v. πλησμονή.—GBornkamm, TLZ 73 ’48, col. 18, 2 observes that τ. here has nothing to do with ‘honor’, as it does in the expr. ἐν τιμῇ εἶναι X., An. 2, 5, 38; Herodian 4, 2, 9; Arrian, Anab. 4, 21, 10; Lucian, De Merc. Cond. 17.
manifestation of esteem, honor, reverence
act., the showing of honor, reverence, or respect as an action (X., Cyr. 1, 6, 11; Diod S 17, 76, 3; Herodian 4, 1, 5; 2 Macc 9:21; Just., A I, 13, 1; Tat. 32, 1; Ath. 30, 2; Theoph. Ant. 1, 11 [p. 82, 5]; usually as a commendation for performance; s. Reader, Polemo 280) 1 Ti 6:1. ταύτῃ τῇ τιμῇ τιμήσωμεν τ. υἱὸν τοῦ θεοῦ GPt 3:9. So perh. τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι Ro 12:10 (s. προηγέομαι 3). Pl. οἵ πολλαῖς τιμαῖς ἐτίμησαν ἡμᾶς Ac 28:10 (cp. Diod S 11, 38, 5 τιμαῖς ἐτίμησε τὸν Γέλωνα; OGI 51, 13 τοὺς τοιούτους τιμᾶν ταῖς πρεπούσαις τιμαῖς; Jos., Ant. 20, 68. In 1 Th 4:4 τιμή may well be understood in this sense, if σκεῦος refers to a female member of the household; s. also c.—For the τιμαί that belong to the physician, s. Sir 38:1; s. 3 below). Of the demonstrations of reverence that characterize polytheistic worship (OGI 56, 9 αἱ τιμαὶ τῶν θεῶν; Himerius, Or. 8 [=23], 11 ἡ θεῶν τιμή.—S. Orig., C. Cels. 8, 57, 29) Dg 2:8; Judean worship 3:5a.
pass. the respect that one enjoys, honor as a possession. The believers are promised τιμή 1 Pt 2:7 (it is given them w. Christ, the λίθος ἔντιμος vs. 6) but see 4 below; cp. IMg 15. τιμὴν ἔχειν be honored (Hdt. 1, 168) J 4:44; Hb 3:3. τιμήν τινι (ἀπο)διδόναι Ro 13:7; 1 Cor 12:24; Rv 4:9 (w. δόξαν). τιμήν τινι ἀπονέμειν (Ath. 32, 3) 1 Pt 3:7; 1 Cl 1:3; MPol 10:2. τιμήν τινι περιτιθέναι 1 Cor 12:23. λαβεῖν τιμήν (w. δόξαν) 2 Pt 1:17; (w. δόξαν and δύναμιν; cp. FPfister, Philol 84, 1929, 1–9) Rv 4:11; 5:12 (w. δύναμις, as Plut., Mor. 421e: the divinity grants both of them if it is addressed by its various names). τ. τιμῆς μεταλαβεῖν Dg 3:5b. ἑαυτῷ τιμὴν περιποιεῖσθαι Hm 4, 4, 2 (w. δόξαν).—εἰς τιμήν for honor=to be honored σκεῦος, a vessel that is honored (or dishonored) by the use to which it is put Ro 9:21; 2 Ti 2:20f. εἰς τιμήν τινος for someone’s honor=that the pers. might be honored (Cornutus 28 p. 55, 7 εἰς τιμὴν τῆς Δήμητρος; OGI 111, 26 εἰς τιμὴν Πτολεμαίου; εἰς τιμὴν τῶν Αἰώνων Iren. 1, 5, 1 [Harv. I 42, 16]; εἰς τ. γονέων Did., Gen. 50, 21) IEph 2:1; 21:1, 2; IMg 3:2; ITr 12:2; ISm 11:2; IPol 5:2b; cp. vs. 2a (εἰς τιμὴν τῆς σαρκὸς τοῦ κυρίου). On εἰς λόγον τιμῆς IPhld 11:2 s. λόγος 2c.—An outstanding feature of the use of τ., as already shown in several passages, is its combination w. δόξα (Dio Chrys. 4, 116; 27 [44], 10; Appian, Bell. Civ. 3, 18 §68; Arrian, Ind. 11, 1; Plut., Mor. 486b; Jos., Ant. 12, 118; Iren. 1, 2, 6 [Harv. I 23, 8]): of earthly possessions τὴν δόξαν καὶ τὴν τιμὴν τῶν ἐθνῶν Rv 21:26 (τιμή concr.=an object of value: Ezk 22:25). Of the unique, God-given position of the ruler 1 Cl 61:1, 2 (in the latter pass. w. ἐξουσία). Mostly of heavenly possessions: Ro 2:7 (w. ἀφθαρσία), vs. 10 (w. εἰρήνη); 1 Pt 1:7 (w. ἔπαινος); 1 Cl 45:8. Christ is (acc. to Ps 8:6) crowned w. δόξα and τιμή Hb 2:7, 9. God is called (amid many other predicates) φῶς, τιμή, δόξα, ἰσχύς, ζωή Dg 9:6.—Hence esp. in the doxological formulas (God as the recipient of τ.: Eur., Bacch. 323 θεῷ τιμὴν διδόναι; Paus. 9, 13, 2; Ps 28:1 [w. δόξα]; 95:7 [w. δόξα]; TestAbr B 14 p. 119, 3 [Stone p. 86]; ApcEsdr 7:16 [w. δόξα, κράτο]; Philo; Jos., C. Ap. 2, 206) 1 Ti 1:17 (w. δόξα); 6:16 (w. κράτος αἰώνιον); w. δόξα and κράτος Jd 25 v.l.; Rv 5:13 (w. δόξα et al.); 7:12 (w. δόξα et al.); 1 Cl 64 (w. δόξα et al.); 65:2 (w. δόξα et al.); MPol 20:2; 21 (both w. δόξα et al.).
as a state of being, respectability (cp. τίμιος 1c) 1 Th 4:4 (w. ἁγιασμός). If τιμή is here to be understood as a nomen actionis, the pass. belongs in a.
place of honor, (honorable) office (Hom. et al. [s. FBleek on Hb 5:4]; pap. In Joseph. of the high-priestly office: Ant. 12.42 Ἐλεαζάρῳ τῷ ἀρχιερεῖ ταύτην λαβόντι τὴν τιμήν; 157 and oft.) οὐχ ἑαυτῷ τις λαμβάνει τὴν τιμήν no one takes the office of his own accord Hb 5:4.
honor conferred through compensation, honorarium, compensation (testament of Lycon [III B.C.] Fgm. 15 W., in Diog. L. 5, 72, a physician’s honorarium; Sir 38:1; s. 2a above), so prob. 1 Ti 5:17 (MDibelius, Hdb. ad loc. and see s.v. διπλοῦς).—Mng. 2b is also poss. In that case cp. Ael. Aristid. 32, 3 K.=12 p. 134 D.: διπλῇ τιμῇ τιμῆσαι.—MGreindl (s. δόξα, end).
a right that is specially conferred, privilege 1 Pt 2:7 (FDanker, ZNW 58, ’67, 96), difft. REB ‘has great worth’; NRSV ‘is precious’.—B. 825; 1143. DELG. M-M. EDNT. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • τιμή — η 1. εκδήλωση εκτίμησης, υπόληψη, σεβασμός: Τιμή στους προγόνους μας. 2. πληθ., τιμές, οι εκδηλώσεις σεβασμού, ιδιαίτερης διάκρισης: Στρατιωτικές τιμές. 3. ό,τι εξυψώνει κάποιον στα μάτια του άλλου, αίγλη: Μου κάνετε τιμή που έρχεστε στο φτωχικό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τιμῇ — τῑμῇ , τιμάω honour pres subj mp 2nd sg (doric) τῑμῇ , τιμάω honour pres ind mp 2nd sg (doric) τῑμῇ , τιμάω honour pres subj act 3rd sg (doric) τῑμῇ , τιμάω honour pres ind act 3rd sg (doric) τῑμῇ , τιμάω honour pres subj mp 2nd sg (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμή — τῑμή , τιμή worship fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίμη — τί̱μη , τιμάω honour pres imperat act 2nd sg (doric) τί̱μη , τιμάω honour pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) τί̱μη , τιμάω honour imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) τιμέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναμενόμενη τιμή — Στη θεωρία των πιθανοτήτων, η μέση τιμή ενός μεγέθους, n υπολογισμένη από τη συνάρτηση κατανομής f(n), που δείχνει πόσες φορές εμφανίζεται μία συγκεκριμένη τιμή του μεγέθους n. Ας υποθέσουμε ότι ένας μαθητής σε μια περίοδο μερικών χρόνων έδωσε… …   Dictionary of Greek

  • οριακή τιμή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά με την ίδια σημασία που χρησιμοποιείται η λέξη όριο. Βλ. λ. όριο …   Dictionary of Greek

  • ζήτηση — Η ποσότητα ενός αγαθού που μπορεί να βρει αγοραστή. Ειδικά, ατομική ζ. ενός αγαθού είναι η ποσότητα του αγαθού που έχει διάθεση να αποκτήσει ο καταναλωτής σε μια δεδομένη τιμή. Η ζ. μπορεί να επηρεαστεί από διάφορους συντελεστές. Ένας είναι η… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …   Dictionary of Greek

  • μονοπώλιο — Οικονομικός όρος που χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς, όπου όλη η προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο υποκειμένου, του μονοπωλητή. Για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως μονοπωλιακή θα πρέπει η επιχείρηση …   Dictionary of Greek

  • συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”